- υφηγηματικός
- -ή, -όν, ΜΑ [ύφήγημα, ὑφηγήματος](το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑφηγηματικάβιβλία που εμπεριέχουν ερμηνευτικά σχόλιαμσν.(για πρόσ.) ο έμπειρος στην εξήγησηαρχ.εξηγητικός, ερμηνευτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑφηγηματικός — expository masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηγηματικόν — ὑφηγηματικός expository masc acc sg ὑφηγηματικός expository neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηγηματικοῖς — ὑφηγηματικός expository masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηγηματικοί — ὑφηγηματικός expository masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηγηματικοῦ — ὑφηγηματικός expository masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηγηματικῷ — ὑφηγηματικός expository masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)